Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγών
πλαταγωνίζω
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιὶς
πλαταΐσαι
πλατάκιον
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανίστινος
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατανών
View word page
πλαταΐσαι
πλαταΐσαι·
τὸ ὠμοθετῆσαι
,
Hsch.
(
πλαταῖς· τὸ ὁμο
- cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλαταΐσαι
Headword (normalized):
πλαταΐσαι
Headword (normalized/stripped):
πλαταισαι
IDX:
83521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83522
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαταΐσαι·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὠμοθετῆσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">πλαταῖς· τὸ ὁμο</span>- cod.).</div><br><br>'}