Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγών
πλαταγωνίζω
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιὶς
πλαταΐσαι
πλατάκιον
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανίστινος
View word page
πλαταγωνίζω
πλᾰτᾰγ-ωνίζω,=πλαταγέω : πλαταγωνίσας· ἀποληκυθίσας, ψοφήσας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλαταγωνίζω
Headword (normalized):
πλαταγωνίζω
Headword (normalized/stripped):
πλαταγωνιζω
IDX:
83517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτᾰγ-ωνίζω</span>,=<span class="foreign greek">πλαταγέω</span> : <span class="foreign greek">πλαταγωνίσας· ἀποληκυθίσας, ψοφήσας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}