Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάστις
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγών
πλαταγωνίζω
πλαταγώνιον
Πλάταια
View word page
πλαστουργέω
πλαστουργ-έω,
A). mould, form, fashion, Hsch.


ShortDef

mould, form, fashion

Debugging

Headword:
πλαστουργέω
Headword (normalized):
πλαστουργέω
Headword (normalized/stripped):
πλαστουργεω
IDX:
83509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαστουργ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mould, form, fashion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}