Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλάστις
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγών
View word page
πλαστολόγος
πλαστο-λόγος, ,
A). falsidicus, Gloss.


ShortDef

falsidicus

Debugging

Headword:
πλαστολόγος
Headword (normalized):
πλαστολόγος
Headword (normalized/stripped):
πλαστολογος
IDX:
83506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαστο-λόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">falsidicus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}