Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλάστις
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
View word page
πλαστολογέω
πλαστο-λογέω
,
A).
tell fictions, lie
,
Suid.
(
ἐπλ
-).
ShortDef
tell fictions, lie
Debugging
Headword:
πλαστολογέω
Headword (normalized):
πλαστολογέω
Headword (normalized/stripped):
πλαστολογεω
IDX:
83505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83506
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαστο-λογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tell fictions, lie</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἐπλ</span>-).</div> </div><br><br>'}