Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλάστις
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
πλαστός
πλαστουργέω
πλαστουργία
πλάστρια
πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
View word page
πλαστολάλος
πλαστο-λάλος [λᾰ],,
A). fandi fictor, Gloss.


ShortDef

fandi fictor

Debugging

Headword:
πλαστολάλος
Headword (normalized):
πλαστολάλος
Headword (normalized/stripped):
πλαστολαλος
IDX:
83504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαστο-λάλος</span> [<span class="foreign greek">λᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fandi fictor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}