Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλασματώδης
πλάσσω
πλασταρεύοντες
πλάστειρα
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλάστις
πλαστογραφέω
πλαστογραφία
πλαστογράφος
πλαστοκόμης
πλαστολάλος
πλαστολογέω
πλαστολόγος
πλαστοποιός
View word page
πλαστικάριος
πλαστῐκ-άριος, ,
A). potter (?), PSI 8.955 (vi A. D.).


ShortDef

potter

Debugging

Headword:
πλαστικάριος
Headword (normalized):
πλαστικάριος
Headword (normalized/stripped):
πλαστικαριος
IDX:
83497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαστῐκ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">potter</span> (?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 8.955 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}