Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλανώδης
πλάξ
πλάξιππος
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλασταρεύοντες
πλάστειρα
πλαστέον
πλαστευτής
πλαστή
πλάστης
πλαστίγγιον
πλάστιγξ
πλαστικάριος
πλαστικός
πλάστις
View word page
πλασταρεύοντες
πλασταρεύοντες· πλάσσοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλασταρεύοντες
Headword (normalized):
πλασταρεύοντες
Headword (normalized/stripped):
πλασταρευοντες
IDX:
83489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83490
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλασταρεύοντες·</span> <span class="foreign greek">πλάσσοντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}