Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλανητός
πλάνιος
πλανίς
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάξιππος
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
πλασματικός
πλασματογράφος
πλασματώδης
πλάσσω
πλασταρεύοντες
πλάστειρα
πλαστέον
View word page
πλάξιππος
πλάξιππος,
A). v. πλήξιππος . πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλάξιππος
Headword (normalized):
πλάξιππος
Headword (normalized/stripped):
πλαξιππος
IDX:
83481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλάξιππος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλήξιππος</span> . <span class="orth greek">πλαριᾶν·</span> <span class="foreign greek">μίγνυσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}