Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανῆτις
πλανητός
πλάνιος
πλανίς
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάξιππος
πλάσις
πλάσμα
πλασματίας
View word page
πλανοδαίμων
πλᾰνοδαίμων, ονος, ,
A). deceitful demon, PMag.Lond. 121.636 .


ShortDef

deceitful demon

Debugging

Headword:
πλανοδαίμων
Headword (normalized):
πλανοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
πλανοδαιμων
IDX:
83474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰνοδαίμων</span>, <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deceitful demon,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Lond.</span> 121.636 </span>.</div> </div><br><br>'}