Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανῆτις
πλανητός
πλάνιος
πλανίς
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάξιππος
πλάσις
πλάσμα
View word page
πλανίς
πλανίς· τὸ τῆς νύμφης χρυσοῦν διάδημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλανίς
Headword (normalized):
πλανίς
Headword (normalized/stripped):
πλανις
IDX:
83473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλανίς·</span> <span class="foreign greek">τὸ τῆς νύμφης χρυσοῦν διάδημα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}