Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανῆτις
πλανητός
πλάνιος
πλανίς
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλανώδης
πλάξ
πλάξιππος
πλάσις
View word page
πλάνιος
πλάνιος
[
ᾰ],
, poet. for
πλάνος
,
AP
7.715
(
Leon.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλάνιος
Headword (normalized):
πλάνιος
Headword (normalized/stripped):
πλανιος
IDX:
83472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83473
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλάνιος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, poet. for <span class="foreign greek">πλάνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.715 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div><br><br>'}