Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάκωσις
πλακωτή
πλάν
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
πλανῆτις
πλανητός
πλάνιος
πλανίς
πλανοδαίμων
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
View word page
πλανητεύω
πλᾰν-ητεύω,
A). wander about, AB 375 .


ShortDef

wander about

Debugging

Headword:
πλανητεύω
Headword (normalized):
πλανητεύω
Headword (normalized/stripped):
πλανητευω
IDX:
83467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰν-ητεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wander about,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 375 </span>.</div> </div><br><br>'}