Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλακτός
πλάκτωρ
πλακώδης
πλάκωσις
πλακωτή
πλάν
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
πλανητικός
View word page
πλάν
πλάν
, Dor. for
πλήν
.
πλανάτας
, Dor. for
πλανήτης
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλάν
Headword (normalized):
πλάν
Headword (normalized/stripped):
πλαν
IDX:
83459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83460
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλάν</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πλήν</span>. <span class="orth greek">πλανάτας</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πλανήτης</span>.</div><br><br>'}