Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλακτός
πλάκτωρ
πλακώδης
πλάκωσις
πλακωτή
πλάν
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλανησίεδρος
πλάνησις
πλανητέον
πλανητεύω
πλανήτης
View word page
πλακωτή
πλᾰκ-ωτή
,
ἡ
, a form of
καδμεία
(cf.
A).
πλακίτης
11
),
Dsc.
5.74
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλακωτή
Headword (normalized):
πλακωτή
Headword (normalized/stripped):
πλακωτη
IDX:
83458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83459
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰκ-ωτή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a form of <span class="foreign greek">καδμεία</span> (cf. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">πλακίτης</span> <span class="bibl"> 11 </span> ), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.74 </span>.</div> </div><br><br>'}