Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλακουντηρός
πλακουντικός
πλακούντινος
πλακούντιον
πλακουντίσκος
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλακτός
πλάκτωρ
πλακώδης
πλάκωσις
πλακωτή
πλάν
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
View word page
πλακτήρ
πλακτήρ, ῆρος, , cock's
A). spur, Hsch.


ShortDef

spur

Debugging

Headword:
πλακτήρ
Headword (normalized):
πλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
πλακτηρ
IDX:
83453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλακτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, cock\'s <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spur</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}