Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
Πλάκος
πλακουντάριον
πλακουντάριος
πλακουντᾶς
πλακουντήριος
πλακουντηρός
πλακουντικός
πλακούντινος
πλακούντιον
πλακουντίσκος
πλακουντοποιικός
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακόω
πλακτήρ
πλακτός
View word page
πλακουντικός
πλᾰκουντ-ικός, , όν,
A). like a cake, ὄγκος Phan.Hist. 29 .


ShortDef

like a cake

Debugging

Headword:
πλακουντικός
Headword (normalized):
πλακουντικός
Headword (normalized/stripped):
πλακουντικος
IDX:
83444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83445
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰκουντ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a cake</span>, <span class="quote greek">ὄγκος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phan.Hist.</span> 29 </span> .</div> </div><br><br>'}