Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνέπαλτο
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφροδισία
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείγομαι
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
View word page
ἀνεπαφροδισία
ἀνεπαφρο-δῑσία
,
ἡ
,
A).
=
ἀναφροδισία
,
BGU
1197.14
(
12
B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνεπαφροδισία
Headword (normalized):
ἀνεπαφροδισία
Headword (normalized/stripped):
ανεπαφροδισια
IDX:
8341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8342
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπαφρο-δῑσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναφροδισία</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1197.14 </span> (<span class="bibl"> 12 </span> B.C.).</div> </div><br><br>'}