Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλαγίωσις
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωμα
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδη
πλάδησις
πλαδόεις
πλάδος
πλαδώδης
πλάδωσις
πλάζω1
View word page
πλαδάρωμα
πλᾰδᾰ/ρ-ωμα, ατος, τό,
A). = πλάδος , Suid. s.v. πλαδαρόν (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλαδάρωμα
Headword (normalized):
πλαδάρωμα
Headword (normalized/stripped):
πλαδαρωμα
IDX:
83409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰδᾰ/ρ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλάδος</span> , Suid. s.v. <span class="ref greek">πλαδαρόν</span> (pl.).</div> </div><br><br>'}