Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
πλαγίωσις
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωμα
View word page
πλαγίωσις
πλᾰγί-ωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
πλαγιασμός
,
Hsch.
s.v.
λόξωσις
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλαγίωσις
Headword (normalized):
πλαγίωσις
Headword (normalized/stripped):
πλαγιωσις
IDX:
83399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83400
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰγί-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλαγιασμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λόξωσις</span> .</div> </div><br><br>'}