Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
πλαγίωσις
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
View word page
πλαγιοχαίτης
πλᾰγιο-χαίτης, ου, ,
A). with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι .


ShortDef

with hair across

Debugging

Headword:
πλαγιοχαίτης
Headword (normalized):
πλαγιοχαίτης
Headword (normalized/stripped):
πλαγιοχαιτης
IDX:
83397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰγιο-χαίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with hair across</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">δοχμόκορσοι</span> .</div> </div><br><br>'}