Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
πλαγίωσις
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
View word page
πλαγιοφορέομαι
πλᾰγιο-φορέομαι,
A). lie athwart, Sor. 1.57 .


ShortDef

lie athwart

Debugging

Headword:
πλαγιοφορέομαι
Headword (normalized):
πλαγιοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
πλαγιοφορεομαι
IDX:
83395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰγιο-φορέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lie athwart</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.57 </a>.</div> </div><br><br>'}