Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
πλαγίωσις
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
View word page
πλαγιόσκελος
πλᾰγιό-σκελος
,
ον
, expl. of Lat.
A).
Varus, Blaesus
,
Lyd.
Mag.
1.23
.
ShortDef
Varus, Blaesus
Debugging
Headword:
πλαγιόσκελος
Headword (normalized):
πλαγιόσκελος
Headword (normalized/stripped):
πλαγιοσκελος
IDX:
83392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83393
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰγιό-σκελος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, expl. of Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Varus, Blaesus</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 1.23 </span>.</div> </div><br><br>'}