Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαλλίς
πιφάσκω
πιφαύσκω
πίφιγξ
πίων
πλαγά
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
View word page
πλαγά
πλαγά,
A). v. πληγή .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλαγά
Headword (normalized):
πλαγά
Headword (normalized/stripped):
πλαγα
IDX:
83379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλαγά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πληγή</span> .</div> </div><br><br>'}