Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεοστασίη
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνέπαλτο
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφροδισία
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείγομαι
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
View word page
ἀνέπαλτο
ἀνέπαλτο, ἀνεπάλμενος, v. sub ἀναπάλλω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέπαλτο
Headword (normalized):
ἀνέπαλτο
Headword (normalized/stripped):
ανεπαλτο
IDX:
8336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέπαλτο</span>, <span class="orth greek">ἀνεπάλμενος</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀναπάλλω.</span> </div><br><br>'}