Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πίττινος
πιτύα
πιτυδάνη
πιτύδιον
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυκάμπτης
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτύνη
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίασις
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυρίτης
View word page
πιτύνη
πιτύνη, πίτυνος,
A). v. πυτίνη, πύτινος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιτύνη
Headword (normalized):
πιτύνη
Headword (normalized/stripped):
πιτυνη
IDX:
83356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83357
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιτύνη</span>, <span class="orth greek">πίτυνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυτίνη, πύτινος</span> .</div> </div><br><br>'}