Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιττακίζω
πιττάκιον
πίτταξις
πιττεύω
πίττινος
πιτύα
πιτυδάνη
πιτύδιον
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυκάμπτης
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτύνη
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίασις
View word page
πιτυκάμπτης
πῐτῠκάμπτης,
A). v. πιτυοκάμπτης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιτυκάμπτης
Headword (normalized):
πιτυκάμπτης
Headword (normalized/stripped):
πιτυκαμπτης
IDX:
83352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῐτῠκάμπτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πιτυοκάμπτης</span> .</div> </div><br><br>'}