Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πίτνημι
πίτνω
πίττα
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίδιον
πιττακίζω
πιττάκιον
πίτταξις
πιττεύω
πίττινος
πιτύα
πιτυδάνη
πιτύδιον
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυκάμπτης
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτύνη
View word page
πίττινος
πίττῐνος, πιττόω, πίττωσις, πιττωτός, Att. for πίσσινος, etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίττινος
Headword (normalized):
πίττινος
Headword (normalized/stripped):
πιττινος
IDX:
83346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83347
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίττῐνος</span>, <span class="orth greek">πιττόω</span>, <span class="orth greek">πίττωσις</span>, <span class="orth greek">πιττωτός</span>, Att. for <span class="foreign greek">πίσσινος</span>, etc.</div><br><br>'}