Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πίσυνος
πίσυρες
Πιτάνη
Πιτανητέων
πιτεύω
πίτνημι
πίτνω
πίττα
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίδιον
πιττακίζω
πιττάκιον
πίτταξις
πιττεύω
πίττινος
πιτύα
πιτυδάνη
πιτύδιον
πιτύινος
πιτυΐς
View word page
πιττακίδιον
πιττᾰκ-ίδιον, τό, Dim. of πιττάκιον, PMag.Leid.V. 3.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιττακίδιον
Headword (normalized):
πιττακίδιον
Headword (normalized/stripped):
πιττακιδιον
IDX:
83341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιττᾰκ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">πιττάκιον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.V.</span> 3.5 </span>.</div><br><br>'}