Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πίσυνος
πίσυρες
Πιτάνη
Πιτανητέων
πιτεύω
πίτνημι
πίτνω
πίττα
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίδιον
πιττακίζω
πιττάκιον
πίτταξις
πιττεύω
πίττινος
πιτύα
πιτυδάνη
View word page
πίττα
πίττα
,
ἡ
, Att. for
πίσσα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πίττα
Headword (normalized):
πίττα
Headword (normalized/stripped):
πιττα
IDX:
83338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83339
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίττα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Att. for <span class="foreign greek">πίσσα</span>.</div><br><br>'}