Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πίσυνος
πίσυρες
Πιτάνη
Πιτανητέων
πιτεύω
πίτνημι
πίτνω
πίττα
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίδιον
πιττακίζω
View word page
πίσυρες
πίσυρες
,
A).
v.
τέσσαρες
.
πίσω
, fut. of
πιπίσκω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πίσυρες
Headword (normalized):
πίσυρες
Headword (normalized/stripped):
πισυρες
IDX:
83332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83333
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίσυρες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέσσαρες</span> . <span class="orth greek">πίσω</span>, fut. of <span class="foreign greek">πιπίσκω</span>.</div> </div><br><br>'}