Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πιστός
πιστόσυνος
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πίσυνος
πίσυρες
Πιτάνη
Πιτανητέων
πιτεύω
πίτνημι
πίτνω
πίττα
View word page
πιστωτής
πιστ-ωτής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
confirmer
, Hsch. s.v.
ἐμπαστῆρας
.
ShortDef
confirmer
Debugging
Headword:
πιστωτής
Headword (normalized):
πιστωτής
Headword (normalized/stripped):
πιστωτης
IDX:
83328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83329
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confirmer</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἐμπαστῆρας</span> .</div> </div><br><br>'}