Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιστικός
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός
πιστόσυνος
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
View word page
πιστόσυνος
πιστόσυνος, etym. of πίσυνος, EM 673.30 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιστόσυνος
Headword (normalized):
πιστόσυνος
Headword (normalized/stripped):
πιστοσυνος
IDX:
83319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστόσυνος</span>, etym. of <span class="foreign greek">πίσυνος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:673:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:673.30/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 673.30 </a>.</div><br><br>'}