Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιστήριον
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός
πιστόσυνος
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
View word page
πιστόν
πιστόν, τό,
A). v. πιστός (B) 111 .


ShortDef

pledge

Debugging

Headword:
πιστόν
Headword (normalized):
πιστόν
Headword (normalized/stripped):
πιστον
IDX:
83315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πιστός</span> (B) <span class="bibl"> 111 </span>.</div> </div><br><br>'}