Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιστάκη
πιστάκιον
πίστευμα
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστήρ
πιστήριον
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
View word page
πιστιεπαγγελτής
πιστῐ-επαγγελτής,
A). fidei promissor, Gloss. (pl., prob.).


ShortDef

fidei promissor

Debugging

Headword:
πιστιεπαγγελτής
Headword (normalized):
πιστιεπαγγελτής
Headword (normalized/stripped):
πιστιεπαγγελτης
IDX:
83306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστῐ-επαγγελτής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fidei promissor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (pl., prob.).</div> </div><br><br>'}