Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευμα
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστήρ
πιστήριον
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
View word page
πιστήριον
πιστήριον
,
τό
,
A).
=
ποτιστήριον
,
Hsch.
,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πιστήριον
Headword (normalized):
πιστήριον
Headword (normalized/stripped):
πιστηριον
IDX:
83305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83306
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποτιστήριον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}