Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευμα
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστήρ
πιστήριον
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
View word page
πιστήρ
πιστήρ, ῆρος, , (πιπίσκὠ
A). = ποτίστρα , Hsch. s.v. πισμός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιστήρ
Headword (normalized):
πιστήρ
Headword (normalized/stripped):
πιστηρ
IDX:
83304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (πιπίσκὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποτίστρα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πισμός</span> .</div> </div><br><br>'}