Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγρεμών
ἀγρεσία
ἀγρεταί
ἀγρετεύω
ἀγρετήματα
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτεῖ
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτίς
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγρία
View word page
ἀγρευτεῖ
ἀγρ-ευτεῖ· ὑβρίζει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρευτεῖ
Headword (normalized):
ἀγρευτεῖ
Headword (normalized/stripped):
αγρευτει
IDX:
832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρ-ευτεῖ·</span> <span class="foreign greek">ὑβρίζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}