Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοκωνίας
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πίσσυγγος
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευμα
πίστευσις
πιστευτέον
View word page
πίσσυγγος
πίσς-υγγος
,
ὁ
,
A).
=
πίσυγγος
(q. v.),
PMasp.
141vv9
(vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πίσσυγγος
Headword (normalized):
πίσσυγγος
Headword (normalized/stripped):
πισσυγγος
IDX:
83290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83291
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίσς-υγγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πίσυγγος</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 141vv9 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}