Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πισσόκηρος
πισσοκοπέω
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοκωνίας
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πίσσυγγος
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευμα
View word page
πισσόχριστος
πισσόχριστος, ον,
A). smeared with pitch, νῆες Hsch. s.v. μέλαιναι νῆες .


ShortDef

smeared with pitch

Debugging

Headword:
πισσόχριστος
Headword (normalized):
πισσόχριστος
Headword (normalized/stripped):
πισσοχριστος
IDX:
83288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πισσόχριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smeared with pitch</span>, <span class="quote greek">νῆες</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μέλαιναι νῆες</span> .</div> </div><br><br>'}