Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πίσσινος
πίσσιος
πισσίτης
πισσοειδής
πισσοκάμινος
πισσόκαπνος
πισσοκαυτέω
πισσόκηρος
πισσοκοπέω
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοκωνίας
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πίσσυγγος
πισσώδης
View word page
πισσοκωνία
πισσο-κωνία
,
ἡ
,
A).
tarring
of sheep, ibid.
ShortDef
tarring
Debugging
Headword:
πισσοκωνία
Headword (normalized):
πισσοκωνία
Headword (normalized/stripped):
πισσοκωνια
IDX:
83281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83282
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πισσο-κωνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tarring</span> of sheep, ibid.</div> </div><br><br>'}