πισσοκοπέω
πισσο-κοπέω, Att. πιττο-,(κόπτω)
A). smear with pitch, τὰς ὀροφάς IG 22.1672.179 :— more freq. in Pass., πιττοκοπηθέντα [ξύλα] HP 5.4.5 , cf. PLond. 5.1654.4 (iv A. D.).
II). have the hair removed by pitch-plasters, πιττοκοπούμενος ἢ ξυρούμενος ; 264.1 κίναιδοι πεπιττοκοπημένοι Com.Adesp. 339 ; ὁ -κοπούμενος, title of play by Philemon :—hence Subst. πισσο-κοπία, Ion. -ιη, ἡ, CD 1.2 , POxy. 1911.187 (vi A. D.): Adj. πισσο-κοπικός, ή, όν, and πισσο-κόπος, ον, . 7.165