Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πινυτή
πινυτής
πινυτός
πινυτότης
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πίομαι
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πίπερι
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
View word page
πίομαι
πίομαι,
A). v. πίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίομαι
Headword (normalized):
πίομαι
Headword (normalized/stripped):
πιομαι
IDX:
83229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πίνω</span> .</div> </div><br><br>'}