πινόομαι
πῐνόομαι, Pass.,
A). to be dirty, χιτὼν πεπινωμένος ; of Alexander's complexion as painted by Apelles, 17 Alex. 4 : metaph. (cf. πίνος 2 ), literae πεπινωμέναι or πεπινωμένως scriptae, in archaic style, Att. 14.7.2 , 15.16 ; ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπ. σύνθεσις Dem. 45 .