Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πιλός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλόφορος
πιλόω
πιλώδης
πίλωσις
πιλωτάριος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
πιμπλάνομαι
πιμπλάω
Πίμπλεια
View word page
πίλωσις
πῑ/λ-ωσις, εως, ,
A). v. πίλησις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίλωσις
Headword (normalized):
πίλωσις
Headword (normalized/stripped):
πιλωσις
IDX:
83164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῑ/λ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πίλησις</span> .</div> </div><br><br>'}