Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξικώμη
ἀνεξίλαστος
ἀνεξινάσκετο
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
View word page
ἀνεξινάσκετο
ἀνεξ-ινάσκετο·
ἐξαινάσκετο, ἀνεξηραίνετο,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνεξινάσκετο
Headword (normalized):
ἀνεξινάσκετο
Headword (normalized/stripped):
ανεξινασκετο
IDX:
8315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8316
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεξ-ινάσκετο·</span> <span class="foreign greek">ἐξαινάσκετο, ἀνεξηραίνετο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}