Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιλέω
πίλημα
πιλήσει
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλίσκος
πιλλᾶτος
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πιλός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
View word page
πιλίσκος
πῑλίσκος, , Dim. of πῖλος, Dsc. 3.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιλίσκος
Headword (normalized):
πιλίσκος
Headword (normalized/stripped):
πιλισκος
IDX:
83150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῑλίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dim. of <span class="foreign greek">πῖλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.4 </span>.</div><br><br>'}