Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πικτίς
πίλα
πιλάριον
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πιλήσει
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
View word page
πικτίς
πικτίς,
A). v. πυκτίς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πικτίς
Headword (normalized):
πικτίς
Headword (normalized/stripped):
πικτις
IDX:
83136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πικτίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυκτίς</span> .</div> </div><br><br>'}