Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πιθοκοίτη
πίθος
πιθόω
πιθώδης
πίθων
πιθών1
πιθών2
πικᾶσι
πικέριον
πίκρα
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικράς
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
View word page
πικᾶσι
πικᾶσι· πικραῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πικᾶσι
Headword (normalized):
πικᾶσι
Headword (normalized/stripped):
πικασι
IDX:
83112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πικᾶσι·</span> <span class="foreign greek">πικραῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}