Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιθανολόγος
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
πιθανουργικός
πιθανουργός
πιθανόω
πιθάριον
πιθείας
πιθέσκετο
πιθεών
πιθήκειος
πιθήκη
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
View word page
πιθέσκετο
πιθέσκετο, Πῐθέω,
A). v. πείθω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιθέσκετο
Headword (normalized):
πιθέσκετο
Headword (normalized/stripped):
πιθεσκετο
IDX:
83082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιθέσκετο</span>, <span class="orth greek">Πῐθέω,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πείθω</span> .</div> </div><br><br>'}